Ο έρπης ζωστήρας είναι μια ιογενής, επώδυνη, αυτοπεριοριζόμενη νόσος. Προκαλείται από την επανενεργοποίηση, οποιαδήποτε χρονική στιγµή, του ιού που προκαλεί την ανεμοβλογιά, ο οποίος παραµένει στο νευρικό σύστηµα σε λανθάνουσα κατάσταση ακόμα και πολλά έτη μετά την αρχική νόσο.
Ο κίνδυνος εμφάνισης του έρπητα ζωστήρα, καθώς και των επιπλοκών του, αυξάνεται με την ηλικία και αφορά συχνότερα άτομα άνω των 50 ετών επισημαίνει η κα Αικατερίνη Ν. Τρικκαλινού, MD, PhDc, Παθολόγος μετεκπαιδευθείσα στον Σακχαρώδη Διαβήτη, Επιμελήτρια Διαβητολογικού-Καρδιομεταβολικού Κέντρου Metropolitan Hospital.
Ποια είναι τα συμπτώματα
Τα συµπτώµατα του έρπητα ζωστήρα κυμαίνονται από ήπια έως πολύ σοβαρά. Τυπικά εκδηλώνεται με πρώιμες διαταραχές αισθητικότητας (καύσος, παραισθησία, πόνος σταθερός ή διαλείπων σε κάποιο δερμοτόμιο − περιοχή του δέρματος συνδεδεμένη με συγκεκριμένο νωτιαίο νεύρο) διάρκειας 1-10 ημερών, και μπορεί να μιμείται άλλες καταστάσεις (π.χ. θωρακαλγία, ισχιαλγία, ενδοκοιλιακές φλεγμονές κτλ.), ενώ μπορεί να συνοδευτεί από μυαλγίες και πυρετό.
Ακολουθεί, μετά από μερικές ημέρες, εμφάνιση φυσαλιδώδους εξανθήματος, συχνά στο άνω µέρος του σώµατος (θώρακα και λαιμό). Το εξάνθημα επουλώνεται σταδιακά (σε λίγες εβδοµάδες) αν δεν επιπλακεί με λοίµωξη του δέρµατος ή μόνιμες ουλές. Στο 10-20% των περιπτώσεων επηρεάζεται ο οφθαλµός, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της όρασης ή ακόµα και σε τύφλωση. Για όσο χρόνο είναι παρούσες οι φυσαλίδες είναι δυνατόν να μεταδοθεί ανεμοβλογιά σε άτομα που δεν έχουν νοσήσει στο παρελθόν.
Αν και στις περισσότερες περιπτώσεις η νόσος είναι αυτοπεριοριζόμενη και ο πόνος υποχωρεί με την επούλωση του εξανθήματος, σε ένα ποσοστό παραμένουν χρόνιες επιπλοκές − ιδίως στις μεγαλύτερες ηλικίες (έως το 20% των πασχόντων από έρπητα ζωστήρα άνω των 50 ετών). Η συχνότερη και σημαντικότερη από αυτές είναι η µεθερπητική νευραλγία, δηλαδή µακροχρόνιος νευροπαθητικός πόνος διάρκειας άνω των 30 ημερών, που προκαλείται ακόµα και από πολύ ήπια ερεθίσµατα, όπως η αφή των ρούχων ή ένα ελαφρύ αεράκι. Μπορεί να διαρκέσει µήνες ή ακόµα και χρόνια και οι επιπτώσεις του είναι πολύ σοβαρές, γιατί διαταράσσουν τον ύπνο, την ψυχική υγεία, την εργασία, την κοινωνική ζωή και γενικότερα την ποιότητα ζωής ενώ, επιπλέον, μπορεί να είναι δύσκολο να θεραπευτεί.
Διάγνωση
Η διάγνωση είναι κλινική και στηρίζεται στο ιατρικό ιστορικό και την ιατρική εξέταση του ασθενούς. Η εργαστηριακή ανίχνευση του ιού γίνεται με μοριακή ανίχνευση PCR από δείγμα φυσαλίδων ή αίματος μόνο σε άτυπες περιπτώσεις που αφορούν κυρίως ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς.
Θεραπεία
Η θεραπεία είναι κυρίως συμπτωματική και ανακουφιστική με κομπρέσες αλουμινόνερου και τοπικές λοσιόν καλαμίνης. Η χρήση κορτιζόνης είναι αμφιλεγόμενη, ενώ ο πόνος αντιμετωπίζεται με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, οπιοειδή, αντιεπιληπτικά ή αντικαταθλιπτικά φάρμακα.
Ειδική αντιική θεραπεία (ακυκλοβίρη, φαμσικλοβίρη, βαλασικλοβίρη) δίδεται για μείωση της διάρκειας του εξανθήματος και του νευροπαθητικού πόνου και, για να είναι αποτελεσµατική, πρέπει να ξεκινήσει εντός 72 ωρών από την εµφάνιση του εξανθήµατος.
Ενδονοσοκομειακή αντιμετώπιση συστήνεται σε σοβαρές καταστάσεις, όπου υπάρχει προσβολή του οφθαλμού, του κεντρικού νευρικού συστήματος ή διάχυτη προσβολή όπως στην περίπτωση ανοσοκατεσταλμένων ασθενών, σε προσβολή περισσοτέρων του ενός δερμοτομίων και σε βακτηριακή επιλοίμωξη των βλαβών του προσώπου.
Προληπτικά συστήνεται εμβολιασμός στους ενήλικες ηλικίας 60-75 ετών, ενώ, σε πολύ ευπαθείς ομάδες, μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλέβια ανοσοσφαιρίνη μετά από έκθεση στον ιό.