Κατά 11 φορές από τη λοίμωξη και κατά περίπου 20 φορές από τη σοβαρή λοίμωξη ή τον θάνατο, προφυλάσσει η 3η δόση του εμβολίου κατά της Covid-19. Τα στοιχεία παρουσίασε ο καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων Σωτήρης Τσιόδρας, μιλώντας σε Συνέδριο της Διαβητολογικής Εταιρείας Βόρειας Ελλάδας. Ο ίδιος εκτίμησε πως οι περισσότερες χώρες θα υιοθετήσουν την 3η δόση.
Όσο περνάει ο καιρός από τον εμβολιασμό – σημείωσε – αυξάνει η πιθανότητα να μολυνθεί κάνεις αλλά και να νοσήσει. Τόνισε μάλιστα πως νοσούν σοβαρά συνήθως αυτοί που έχουν υποκείμενα νοσήματα και είναι σε μεγάλες ηλικίες. «Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι μειώνεται η ανοσία όσον αφορά τη λοίμωξη. Διατηρείται όμως η προστασία για σοβαρή λοίμωξη και θάνατο. Και όχι μόνο διατηρείται η προστασία, αλλά ενισχύεται αν κάνουμε τη δόση booster. Η οποία προφυλάσσει κατά 11 φορές από την επιβεβαιωμένη λοίμωξη. Και κατά περίπου 20 φορές από τη σοβαρή λοίμωξη ή και τον θάνατο», ανέφερε ο κ. Τσιόδρας.
Ο καθηγητής απηύθυνε έκκληση προς τα άτομα με ιστορικό νόσου και τους άνω των 60, που δεν έχουν εμβολιαστεί, να κλείσουν το ραντεβού τους. «Φαίνεται ότι αυτός ο ιός, σε σχέση με όλους τους άλλους, έχει τη δυνατότητα να προκαλεί επαναλοίμωξη. Ιδιαίτερα σε ενδημικές καταστάσεις και τον χειμώνα – και φέτος βέβαια». Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε, η πιθανότητα να μολυνθεί ξανά κάποιος, αυξάνει γύρω στους 3 μήνες μετά τον υψηλότερο τίτλο αντισωμάτων. Και μέχρι τους 16 μήνες, ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων που έχουν περάσει τον ιό ξανακολλούν.
«Αυτή τη στιγμή, είναι σημαντικό ότι δεν έχουμε παραλλαγές για σοβαρή νόσο και θάνατο να διαφεύγουν. Παρόλα αυτά μειώνεται η ανοσία και αυτό είναι σημαντικό. Και νομίζω πως θα οδηγήσει τελικά τις περισσότερες χώρες στην υιοθέτηση μιας 3ης δόσης. Ως προστασία όχι μόνο από τη φυσική λοίμωξη αλλά και από τη σοβαρή νόσο και τον θάνατο», είπε. Παράλληλα, συνέστησε την τήρηση μέτρων, που μαζί με τον εμβολιασμό θα βοηθήσουν να περάσουμε έναν πολύ δύσκολο χειμώνα. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ευρωπαϊκό CDC θα υπάρχουν μεγάλα κύματα. Ο κ. Τσιόδρας σημείωσε ότι τα κύματα αυτά θα έχουν όσο τον δυνατόν λιγότερες επιπτώσεις, αν έχει εμβολιαστική κάλυψη πάνω από το 75% του πληθυσμού και ακόμη μικρότερες, αν η κάλυψη ξεπεράσει το 85%.