Το Σύνδρομο Ανήσυχων Ποδιών (ΣΑΠ) που για πρώτη φορά καταγράφηκε το 1945 από τον καθηγητή Ekbom, είναι ασυνήθιστη νευρολογική πάθηση που πλήττει τα κάτω άκρα, ενώ ελάχιστες φορές έχουν καταγραφεί περιστατικά με ενόχληση στα πάνω άκρα ή στον κορμό.
Πλήττει το 11% των γυναικών και το 5% των ανδρών, ενώ στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι 850.000 του συνολικού πληθυσμού έχουν το σύνδρομο.
Το κύριο χαρακτηριστικό του συνδρόμου των ανήσυχων άκρων ή ανήσυχων ποδιών περιγράφεται από τους ασθενείς ως μια έντονη επιθυμία να κινήσουν τα πόδια τους, η οποία εμφανίζεται συνήθως τις απογευματινές και βραδινές ώρες.
Συνοδεύεται από ένα δυσάρεστο αίσθημα στα πόδια (σαν «κάψιμο», «βελονιές», ηλεκτρικό ρεύμα ή «μυρμήγκιασμα»).
Εμφανίζεται ή επιδεινώνεται με την ανάπαυση, ενώ βελτιώνεται ή υποχωρεί με την κίνηση.
Ειδικά στις ηπιότερες μορφές σχετίζεται άμεσα με τον κιρκάδιο ρυθμό, ενώ η συμπτωματολογία σχετίζεται με την κατάκλιση και μπορεί να προκαλέσει διαταραχή της ποιότητας του ύπνου.
Είναι τυπική η περιγραφή αυτού το φαινόμενου με τους ασθενείς να μένουν ξύπνιοι το βράδυ βηματίζοντας στο δωμάτιό τους μέχρι να υποχωρήσουν τα συμπτώματα και να μπορέσουν να κοιμηθούν.
–Συμπτώματα
Πέρα από την τυπική περιγραφή, υπάρχουν ασθενείς που δεν περιγράφουν «την ανάγκη να τινάξουν τα πόδια τους», αλλά αναφέρουν ένα απροσδιόριστο δυσάρεστο αίσθημα μέσα στις κνήμες τους ή ακόμα και ύφεση των συμπτωμάτων με ζεστό ή κρύο μπάνιο.
Με την πάροδο των ετών η κλινική εικόνα επιδεινώνεται, οι ενοχλήσεις του ασθενούς δεν υποχωρούν με την κίνηση των ποδιών του και δυσκολεύεται να κοιμηθεί τόσο ο ίδιος όσο και ο σύντροφός του.
Οι διαταραχές του ύπνου μπορεί να είναι αρκετά σοβαρές και ενδεχομένως να έχουν τον χαρακτήρα της αϋπνίας, ή να δυσκολεύουν τον ασθενή να έχει ένα συνεχή ήσυχο ύπνο ,με συνέπεια την επόμενη ημέρα, να είναι υπνηλικός, ή να μην μπορεί να αποδώσει τα αναμενόμενα στις διάφορες υποχρεώσεις του.
Σε αυτό το στάδιο της ασθένειας είναι το πλέον σύνηθες να αναζητήσει ιατρική βοήθεια για το πρόβλημά του.
-Διάγνωση
Η διάγνωση του συνδρόμου στηρίζεται αποκλειστικά στην περιγραφή των συμπτωμάτων που αναφέρει ο ασθενής, καθώς δεν υπάρχει κάποια ειδική εξέταση για να την επιβεβαιώσει.
Σε πολλές περιπτώσεις η συμπτωματολογία παραμένει αδιάγνωστη, ο ασθενής δεν απευθύνεται σε νευρολόγο και συγχέεται με άλλες παθολογικές καταστάσεις, όπως η φλεβική ανεπάρκεια, η πολυνευροπάθεια, ή ακόμα και κάποια ψυχιατρική πάθηση.
-Πόσο συχνό είναι το σύνδρομο των ανήσυχων άκρων;
Το ποσοστό εμφάνισης του συνδρόμου στον γενικό πληθυσμό είναι 10%-15% , και αυξάνεται χαρακτηριστικά με το πέρας της ηλικίας.
Έχει διαπιστωθεί ότι εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες και πιο συγκεκριμένα σε ποσοστό διπλάσιο από τους άνδρες.
Επίσης εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα άνω των 40 ετών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να εμφανιστεί και σε νεότερες ηλικίες.
-Τι προκαλεί το σύνδρομο των ανήσυχων άκρων;Όπως έχει ήδη αναφερθεί το σύνδρομο εμφανίζεται συχνότερα σε γυναίκες χωρίς ωστόσο να έχει διαπιστωθεί κάποιος σαφής αιτιολογικός παράγοντας.
Σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει συσχέτιση με πιθανή έλλειψη σιδήρου και πράγματι ήταν αποτελεσματική η χορήγηση σιδήρου.
Επιδείνωση της συμπτωματολογίας μπορεί να προκληθεί από ορισμένες φαρμακευτικές ουσίες που ανήκουν στις κατηγορίες των αντιψυχωσικών, των αντικαταθλιπτικών και των αντιισταμινικών.
Υπάρχουν ορισμένες ουσίες όπως:
-το αλκοόλ,
-η καφεΐνη και,
-η νικοτίνη, που σε αρκετές περιπτώσεις επιδείνωσαν τα ενοχλήματα του ασθενούς.
Το σύνδρομο των ανήσυχων άκρων μπορεί να εμφανιστεί στα πλαίσια και άλλων παθήσεων όπως:
-η νεφρική ανεπάρκεια και,
-η πολυνευροπάθεια.
Ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών αναφέρουν ανάλογο κληρονομικό ιστορικό, γεγονός που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη κατά τη διάγνωση.
-Υπάρχει θεραπεία για το σύνδρομο των ανήσυχων άκρων;
Οι φαρμακευτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται σήμερα για τη συμπτωματική αντιμετώπιση του συνδρόμου των ανήσυχων άκρων είναι οι αγωνιστές νοπαμίνης (η ροτιγοτίνη, η ροπινιρόλη και η πραμιπεξόλη) και λιγότερο η l-dopa.
H χορήγηση μικρής μόνο δόσης των φαρμάκων αυτών είναι αρκετή για ικανοποιητική βελτίωση μέσα σε λίγες ημέρες, ακόμα και μέσα στο πρώτο 24ωρο!
Η χορήγησή τους συνιστάται 1-2 ώρες πριν την ώρα που ο ασθενής επιθυμεί να κοιμηθεί το βράδυ, χωρίς να χρειάζεται να ληφθούν το υπόλοιπο της ημέρας.