Συνοδεύεται το φαγητό σας από ένα ποτήρι κρασί; Τα νέα για εσάς είναι καλά, καθώς σύμφωνα με τα ευρήματα νέας μελέτης η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, δηλαδή 1-2 ποτήρια την ημέρα, μπορεί να συμβάλλει στη διατήρηση της μνήμης και των δεξιοτήτων της σκέψης.
Αυτό ισχύει τόσο για τους άνδρες, όσο και για τις γυναίκες, υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Στη μελέτη συμμετείχαν 20.000 Αμερικανοί, οι οποίοι παρακολουθήθηκαν για μια μέση περίοδο εννέα ετών. Η κατανάλωση αλκοόλ με μέτρο είχε οφέλη για τους λευκούς, κάτι που φάνηκε να μην ισχύει για τους αφροαμερικανούς, για λόγους που σύμφωνα με τους επιστήμονες παραμένουν ασαφείς.
Σε ότι αφορά στους λευκούς πάντως, η χαμηλή έως μέτρια κατανάλωση αλκοόλ «συσχετίστηκε με μια σταθερά υψηλή γνωστική λειτουργία και χαμηλότερο ποσοστό γνωστικής έκπτωσης», σε σύγκριση με άτομα που δεν έπιναν ποτέ.
Η μικρή έως μέτρια κατανάλωση ορίστηκε σε λιγότερα από 8 ποτά την εβδομάδα για τις γυναίκες και λιγότερα από 15 ποτά την εβδομάδα για τους άνδρες. Η συχνότερη κατανάλωση όμως, ακυρώνει κάθε πιθανό όφελος για τον εγκέφαλο, η λειτουργία του οποίου αρχίζει να φθίνει και να μετατρέπεται σε πιθανή βλάβη, υπογράμμισαν οι ερευνητές.
Παρότι τα τεστ στα οποία υποβλήθηκαν οι συμμετέχοντες αξιολόγησαν γνωστικές λειτουργίες όπως η μνήμη (ανάκληση λέξεων), η συνολική πνευματική κατάσταση (τεστ γνώσεων, γλώσσα) και το εύρος του λεξιλογίου, δεν είχαν σχεδιαστεί για να διαπιστωθεί εάν το αλκοόλ μπορεί να προστατεύσει από το Αλτσχάιμερ ή άλλες μορφές άνοιας.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από μια εν εξελίξει μελέτη υγείας στην οποία συμμετείχαν περίπου 20.000 άτομα που παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο για εννέα χρόνια μεταξύ του 1996 και του 2008. Ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων στην αρχή της μελέτης ήταν τα 62 έτη και το 60% εξ αυτών ήταν γυναίκες.
Ο επικεφαλής της έρευνας Changwei Li, επιδημιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια, στις ΗΠΑ, επισημαίνει ότι τα ευρήματα επιβεβαιώνουν προηγούμενες έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες η μέτρια κατανάλωση αλκοόλ συνδέεται με καλύτερη γνωστική λειτουργία.
Τα ευρήματα δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση JAMA Network Open.