Ένα από τα πιο συχνά ζητήματα των οφθαλμών κατά την τρίτη (κυρίως) ηλικία είναι ο καταρράκτης.
Ο καταρράκτης είναι μια νόσος που ενώ θεραπεύεται με μια απλή επέμβαση δεν τυχαίνει πάντα της δέουσας αντιμετώπισης, γιατί αφενός μπορεί να μη γίνει αντιληπτός από το πάσχον άτομο και αφετέρου, ακόμα και όταν γίνεται αντιληπτός, δεν λαμβάνεται άμεσα απόφαση για τη θεραπεία του, καθώς υπάρχει μια πεποίθηση ότι αυτός πρέπει να βρίσκεται σε κάποιο συγκεκριμένο στάδιό του (να είναι «ώριμος») για να χειρουργηθεί. Η αλήθεια όμως είναι ότι από τη στιγμή που θα τεθεί η διάγνωση ο καταρράκτης πρέπει να χειρουργηθεί για να αποκατασταθεί η όραση του πάσχοντος ατόμου.
Πώς λειτουργεί ο οφθαλμός
Τι είναι ο καταρράκτης
Ο καταρράκτης είναι η θόλωση του κρυσταλλοειδούς φακού του οφθαλμού και έχει ως συνέπεια τη μείωση της όρασης των ασθενών. Η μείωση της όρασης δημιουργεί προβλήματα σε καθημερινές λειτουργίες και δραστηριότητες των ασθενών όπως η νυχτερινή οδήγηση, το διάβασμα και η θέαση της τηλεόρασης. Ο καταρράκτης προκαλείται από ποικίλες αιτίες: η συνηθέστερη αιτία εμφάνισής του είναι η φυσιολογική (σε άτομα τρίτης ηλικίας) γήρανση του κρυσταλλοειδούς φακού (γεροντικός καταρράκτης), ενώ άλλες αιτίες είναι η χρήση φαρμάκων όπως η κορτιζόνη (φαρμακευτικός καταρράκτης), η παρουσία συστηματικών νοσημάτων, τα τραύματα της κεφαλής (τραυματικός καταρράκτης) και κάποια γενετική ανωμαλία (συγγενής καταρράκτης).
Αξίζει να σημειωθεί ότι στον γεροντικό καταρράκτη η μείωση της όρασης επέρχεται σταδιακά και με αργό ρυθμό, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να μην τον αντιλαμβάνονται, νομίζοντας ότι έχουν φυσιολογική όραση.
Διάγνωση
Όταν ο καταρράκτης γίνει σημαντικός, περιορίζει την όραση των ασθενών τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά. Κατά την εξέταση στον οφθαλμίατρο διαπιστώνεται οπτική οξύτητα κάτω από 5/10, ενώ, κατά τον κλινικό έλεγχο, γίνεται αντιληπτή από τον οφθαλμίατρο η θόλωση του κρυσταλλοειδούς φακού. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει κάποιο άλλο παθολογικό αίτιο που να μειώνει την όραση του ασθενούς, τίθεται η τελική διάγνωση για τον καταρράκτη και γίνεται σύσταση χειρουργικής επέμβασης.
Αντιμετώπιση & θεραπεία
«Ο καταρράκτης δεν μπορεί να βελτιωθεί με κολλύρια ή με φαρμακευτική αγωγή, καθώς για τη θεραπεία του απαιτείται χειρουργική αφαίρεση του θολού κρυσταλλοειδούς φακού. Το χειρουργείο καταρράκτη είναι η συχνότερη χειρουργική επέμβαση που γίνεται στο ανθρώπινο σώμα παγκοσμίως: περίπου το 1% του γενικού πληθυσμού κάθε χρόνο υποβάλλεται σε χειρουργείο καταρράκτη», συμπληρώνει ο ιατρός.
Πριν την έναρξη του χειρουργείου καταρράκτη, ο ασθενής λαμβάνει τοπική αναισθησία στον οφθαλμό με χρήση κολλυρίων και μυδρίαση (διαστολή της κόρης). Γενική αναισθησία δεν είναι απαραίτητη, γίνεται όμως χορήγηση μέθης. Η διάρκεια του χειρουργείου, είναι περίπου 15 λεπτά και ο ασθενής είναι ξαπλωμένος κάτω από ένα μικροσκόπιο με έντονο φως. Ο οφθαλμός διατηρείται ανοιχτός με τη βοήθεια ενός βλεφαροδιαστολέα και κατά την επέμβαση ο ασθενής δεν αισθάνεται πόνο ή άλλες ενοχλήσεις. Μετά την αφαίρεση του κρυσταλλοειδούς φακού, τοποθετείται νέος τεχνητός φακός, ο οποίος παραμένει εκεί για το υπόλοιπο της ζωής του ασθενούς.
Μετά το χειρουργείο καταρράκτη, ο ασθενής δεν χρήζει νοσηλείας και μεταβαίνει σπίτι του, χωρίς να είναι αναγκαία η οφθαλμική επίδεση. Η όραση αποκαθίσταται μετά από μερικές μέρες, ενώ ο ασθενής χρησιμοποιεί κολλύρια για 4 εβδομάδες μετά το χειρουργείο. Τέλος, υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί για 7 ημέρες μετά τη χειρουργική επέμβαση, που είναι: η αποφυγή τριβής του ματιού, η αποφυγή επαφής του ματιού με νερό και σαπουνάδα κατά τη διάρκεια της προσωπικής υγιεινής, καθώς και η αποφυγή άρσης μεγάλου βάρους.
Ο όρος «ώριμος» καταρράκτης
Μια συνήθης ερώτηση των ασθενών προς τους οφθαλμιάτρους είναι η ακόλουθη: «είναι ο καταρράκτης μου αρκετά ώριμος για να χειρουργηθεί;» Η έννοια του «ώριμου» καταρράκτη δεν είναι δόκιμη, γιατί αυτό που εκλαμβάνεται (και περιγράφεται) ως «ωριμότητα» του καταρράκτη σχετίζεται με τις απαιτήσεις όρασης του μέσου ανθρώπου. Για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που ζούσε πριν 60 χρόνια, δεν χρησιμοποιούσε τόσο συχνά αυτοκίνητο, δεν έβλεπε τόσο πολύ τηλεόραση, δεν χρησιμοποιούσε υπολογιστή και κινητό τηλέφωνο και, πιθανόν, διάβαζε πιο σπάνια, με αποτέλεσμα να μην έχει ανάγκη οξείας όρασης. Οι απαιτήσεις όρασης όμως του σύγχρονου ανθρώπου έχουν αυξηθεί σημαντικά λόγω της αλλαγής του τρόπου ζωής, γι’ αυτό και ο ίδιος καταρράκτης που σήμερα θεωρείται «ώριμος» δεν θα εθεωρείτο «ώριμος» πριν 60 χρόνια.
Ενδοφθάλμιοι φακοί
«Μετά την αφαίρεση του φυσικού κρυσταλλοειδούς φακού, τοποθετούμε έναν τεχνητό (πλαστικό) φακό στη θέση του. Υπάρχουν 3 βασικές κατηγορίες ενδοφθάλμιων φακών που είναι: οι μονοεστιακοί φακοί, που διορθώνουν προϋπάρχουσα μυωπία και υπερμετρωπία, οι τορικοί φακοί, που διορθώνουν τον αστιγματισμό και, τέλος, οι πολυεστιακοί ενδοφακοί, που διορθώνουν μερικώς και την πρεσβυωπία. Τα επιδιωκόμενα διαθλαστικά αποτελέσματα, είναι μια σύνθετη διαδικασία για την οποία χρειάζεται στενή συνεργασία οφθαλμιάτρου και ασθενούς, έτσι ώστε να επιτευχθεί ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα που θα καλύψει τις ανάγκες του δεύτερου», προσθέτει ο κ. Διακονής.
Laser στη χειρουργική του καταρράκτη
Μια ακόμη παρεξηγημένη έννοια για το χειρουργείο του καταρράκτη είναι η χρήση laser. Το κλασικό χειρουργείο καταρράκτη, τα τελευταία 40 χρόνια, πραγματοποιείται με τη χρήση υπερήχων, οι οποίοι τεμαχίζουν και θρυμματίζουν τον κρυσταλλοειδή φακό. Αυτή η φακοθρυψία με υπερήχους έχει ερμηνευτεί λανθασμένα ως laser. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια υπάρχουν laser διαθέσιμα για το χειρουργείο του καταρράκτη, τα οποία πριν την έναρξη της κυρίως επέμβασης, πραγματοποιούν μέρος του χειρουργείου με εξαιρετικά υψηλή ακρίβεια. Αυτή η χρήση laser έχει ως στόχο τον περιορισμό του ανθρώπινου λάθους και των πιθανών επιπλοκών καθώς και τη μείωση του χειρουργικού χρόνου και του χειρουργικού τραύματος.