Νέα επιστημονική μελέτη διαπιστώνει ότι τα γονίδια και η ατμοσφαιρική ρύπανση πολλαπλασιάζουν τον κίνδυνο κατάθλιψης σε κατά τα άλλα υγιείς ενήλικες – Μεμονωμένα ή συνδυαστικά είναι μεγαλύτερος ο κίνδυνος; Οι επιστήμονες απαντούν
Η γενετική προδιάθεση για την κατάθλιψη σε συνδυασμό με την έκθεση σε ατμοσφαιρική ρύπανση με υψηλή περιεκτικότητα σε σωματίδια αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο υγιών ανθρώπων για ανάπτυξη της ψυχικής νόσου, σύμφωνα με την πρώτη του είδους της μελέτη που δημοσιεύθηκε στο PNAS από νευροεπιστήμονες του Ινστιτούτου Εγκεφαλικής Ανάπτυξης Lieber (LIBD) του Πανεπιστημίου Johns Hopkins και του Πανεπιστημίου Peking της Κίνας. Η μελέτη περιελάμβανε μια παγκόσμια συνεργασία που συνέθεσε επιστημονικά δεδομένα για την ατμοσφαιρική ρύπανση, τη νευροαπεικόνιση, την έκφραση γονιδίων στον εγκέφαλο και επιπλέον δεδομένα που συλλέχθηκαν από μια διεθνή γενετική κοινοπραξία περισσότερων από 40 χωρών.
«Το συμπέρασμα αυτής της μελέτης είναι ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζει όχι μόνο την κλιματική αλλαγή, αλλά και τον τρόπο που λειτουργεί ο εγκέφαλός μας. Οι επιπτώσεις της στην κατάθλιψη μπορεί να είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου, όσον αφορά την εγκεφαλική υγεία. Η μεγαλύτερη πρόκληση στην ιατρική σήμερα είναι η βαθύτερη κατανόηση του τρόπου αλληλεπίδρασης των γονιδίων με το περιβάλλον και η μελέτη αυτή φωτίζει κάπως αυτό το πεδίο», αναφέρει ο Daniel R. Weinberger, M.D. διευθυντής στο Ινστιτούτο Lieber και ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης.
«Το βασικό μήνυμα της μελέτης, που δεν έχει αποδειχθεί ξανά μέχρι σήμερα, είναι ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση επηρεάζει σημαντικά γνωστικά και συναισθηματικά κυκλώματα του εγκεφάλου, αλλάζοντας την έκφραση των γονιδίων που ευνοούν την κατάθλιψη. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι σε περιοχές με αυξημένη ρύπανση θα βιώσουν κατάθλιψη επειδή τα γονίδια και η ρύπανση στο περιβάλλον τους μεγιστοποιούν τις επιμέρους επιπτώσεις», συμπληρώνει με τη σειρά του ο Δρ. Hao Yang Tan, M.D., επικεφαλής της μελέτης.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, όλοι οι άνθρωποι έχουν μια τάση για ανάπτυξη κατάθλιψης, αλλά ορισμένοι διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο λόγω των γονιδίων τους. Η προδιάθεση αυτή δε σημαίνει ότι κάποιος θα αναπτύξει σίγουρα κατάθλιψη, αλλά αυξάνει τον κίνδυνο πάνω από τον γενικό πληθυσμό. Φαίνεται, λοιπόν, πως η κατάθλιψη είναι πολύ πιο πιθανή για κατά τα άλλα υγιείς ενήλικες που έχουν αυτά τα σημαντικά γονίδια και ζουν σε περιβάλλοντα με υψηλά επίπεδα σωματιδίων στον αέρα.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν μια άμεση νευρολογική σύνδεση ανάμεσα στην ατμοσφαιρική ρύπανση και του τρόπου που λειτουργεί το μυαλό για την επεξεργασία συναισθηματικών και γνωστικών πληροφοριών και στον κίνδυνο κατάθλιψης. Το πιο ενδιαφέρον είναι ότι οι δύο παράγοντες συνδέονται με τέτοιο τρόπο που έχουν πολλαπλή επίδραση στον κίνδυνο κατάθλιψης. Ο γονιδιακός κίνδυνος και ο ‘κακός αέρας‘, λοιπόν, αυξάνουν τον κίνδυνο κατάθλιψης πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο παράγοντα μεμονωμένα», σημειώνουν οι επιστήμονες.
Τα κυκλώματα του εγκεφάλου που εμπλέκονται στις επιδράσεις του γενετικού κινδύνου και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ελέγχουν μια μεγάλη γκάμα σημαντικών λειτουργιών συλλογισμού, επίλυσης προβλημάτων και συναισθημάτων, υποδεικνύοντας πιθανώς εκτεταμένες εγκεφαλικές επιδράσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Οι 352 ενήλικες συμμετέχοντες στη μελέτη υποβλήθηκαν σε γενότυπο από τον οποίο οι ερευνητές υπολόγισαν τη βαθμολογία πολυγονιδιακού κινδύνου κατάθλιψης -δηλαδή τη μαθηματική πιθανότητα που έχει ένα άτομο να πάθει κατάθλιψη βάσει μόνων των γονιδιών του. Στη συνέχεια οι ερευνητές συνέλεξαν λεπτομερείς πληροφορίες για τη σχετική έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση του κάθε συμμετέχοντα για μια περίοδο έξι μηνών.
Έπειτα, οι συμμετέχοντες πραγματοποίησαν μια σειρά απλών γνωστικών τεστ ενώ υποβάλλονταν σε λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI) η οποία έδειξε ποια σημεία του εγκεφάλου ενεργοποιούνταν κατά τη διάρκεια της γνωστικής επεξεργασίας. Την ώρα που έκαναν τα τεστ, οι συμμετέχοντες υποβάλλονταν και σε κοινωνικό στρες (απροσδόκητη αρνητική απόκριση για την απόδοσή τους), το οποίο επηρέασε τον τρόπο λειτουργίας ενός εκτενούς δικτύου εγκεφαλικών κυκλωμάτων. Αποδείχθηκε, έτσι, ότι αυτό το εγκεφαλικό δίκτυο ήταν δυσανάλογα υποβαθμισμένο από τον συνδυασμό των γονιδίων για την κατάθλιψη και τον σχετικό βαθμό έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση.
Για να εξετάσουν άμεσα τον τρόπο με τον οποίο τα γονίδια της κατάθλιψης λειτουργούσαν στον ανθρώπινο εγκέφαλο, οι ερευνητές εξέτασαν δεδομένα από έναν άτλαντα γονιδίων από μεταθανάτιο εγκεφαλικό ιστό και χαρτογράφησαν τα μεταθανάτια εγκεφαλικά δίκτυα ανάλογα με τα δίκτυα από ζώντες για να εξετάσουν αν αυτά τα γονίδια εγγυώνται τις επιπτώσεις της εγκεφαλικής ρύπανσης.
Χρησιμοποιώντας αυτό το περίπλοκο μοντέλο, η επιστημονική ομάδα βρήκε ότι η στενότερη ενσωμάτωση στον τρόπο που τα γονίδια της κατάθλιψης λειτουργούσαν μαζί προέβλεπε την εγκεφαλική λειτουργία σε ανθρώπους με υψηλό γενετικό κίνδυνο κατάθλιψης και μεγάλη έκθεση σε σωματίδια του αέρα. Οι ερευνητές, διαπίστωσαν ότι στη φλεγμονή εμπλεκόταν μια υπο-ομάδα γονιδίων που οδηγεί αυτούς τους συσχετισμούς -εύρημα που θα μπορούσε να παράσχει νέες φαρμακολογικές γνώσεις για την ελαχιστοποίηση των επιδράσεων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην εγκεφαλική λειτουργία και την κατάθλιψη.