Τις θετικές επιδράσεις ενός σκευάσματος πρωτεΐνης του ορού γάλακτος με χαμηλές θερμίδες αναδεικνύουν νέα στοιχεία, δίνοντας μια λύση στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 για τον καλύτερο έλεγχο της γλυκόζης
Ορισμένα επιπλέον στοιχεία που προέκυψαν από το πρόσφατο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD) ρίχνουν φως στη θετική επίδραση της κατανάλωσης πρωτεΐνης ορού γάλακτος 15 λεπτά πριν το γεύμα.
Πιο συγκεκριμένα, μια τέτοια δόση περιέχει χαμηλές θερμίδες και έχει την ικανότητα να μειώσει την αύξηση της γλυκόζης στο αίμα μετά το γεύμα και εν συνεχεία, να βελτιώσει την αντίδραση του σώματος στην ινσουλίνη στους ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.
Ο ορός γάλακτος αποτελεί μία από τις κύριες πρωτεΐνες που βρίσκονται στα γαλακτοκομικά προϊόντα και είναι γνωστό ότι αυξάνει την παραγωγή ενός πεπτιδίου που μοιάζει με την ορμόνη της γλυκαγόνης του εντέρου (GLP-1), μια ορμόνη που προκαλεί την παραγωγή ινσουλίνης, η οποία με τη σειρά της μειώνει την αύξηση της γλυκόζης στο αίμα μετά γεύματα.
Αν και η ιδιότητά της αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για τους διαβητικούς ασθενείς, η καθημερινή της χρήση ως φυσικό συμπλήρωμα διατροφής περιορίστηκε λόγω της υψηλής της περιεκτικότητας σε θερμίδες και με την σύσταση να λαμβάνεται 30-60 λεπτά πριν το γεύμα.
Το ευχάριστο είναι πως οι επιστήμονες πλέον έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν μια νέα φόρμουλα, χρησιμοποιώντας μια τεχνολογία που επιτρέπει στην πρωτεΐνη ορού του γάλακτος να είναι ταχύτερα διαθέσιμη στο σώμα, ώστε να επιτευχθεί η χορήγησή της σε χαμηλότερη δόση (10g με 40 θερμίδες) και μόλις 15 λεπτά πριν από το γεύμα.
Η διαδικασία της έρευνας και τα αποτελέσματα
H έρευνα παρόλο που ήταν μικρή, είχε ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα. Εξέτασε 26 ασθενείς με ρυθμισμένο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (14 εκ των οποίων ήταν γυναίκες με μέση ηλικία τα 62 έτη). Ορισμένοι από τους συμμετέχοντες λάμβαναν μετφορμίνη, ένα φάρμακο για το σακχαρώδη διαβήτη.
Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες, με την μία να λαμβάνει τη νέα δόση πρωτεΐνης του ορού γάλακτος (των 10 gr με 40 θερμίδες) διαλυμένη σε 125 ml νερό, ενώ στην άλλη ομάδα χορηγήθηκε απλώς νερό ως placebo. Η λήψη πραγματοποιήθηκε έπειτα από κατανάλωση πίτσας, μια παρέμβαση σχεδιασμένη έτσι ώστε να παραχθεί αρκετή γλυκόζη μετά το γεύμα.
Οι μελετητές έλαβαν και δείγματα αίματος των συμμετεχόντων πριν το γεύμα, μετά την κατανάλωση της πρωτεΐνης του ορού γάλακτος ή τα ροφήματα εικονικού φαρμάκου και σε τακτά διαστήματα πάνω από 4 ώρες μετά το γεύμα.
Μετά από μια βδομάδα, οι συμμετέχοντες έπρεπε να επαναλάβουν τη διαδικασία χρησιμοποιώντας την εναλλακτική που δεν έλαβαν την προηγούμενη φορά, για στατιστικά πιο ασφαλή αποτελέσματα.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι κατά τη διάρκεια των 2 ωρών μετά το γεύμα, οι τιμές της γλυκόζης είχαν μειωθεί εώς και 22% στην ομάδα που κατανάλωσε τηνπρωτεΐνη ορού γάλακτος σε σύγκριση με την ομάδα που κατανάλωσε το placebo. Eπιπλέον, η αντίσταση στην ινσουλίνη ήταν υψηλότερη (κατά 61% την 1 ώρα και 66% στις 2 ώρες, αντίστοιχα) στην ομάδα της πρωτεΐνης ορού γάλακτος. Ωστόσο, οι αποκρίσεις τόσο για το πεπτίδιο-ΥΥ και το εξαρτώμενο από τη γλυκόζη ινσουλινότροπο πεπτίδιο (GIP), ήταν παρόμοιες και στις δύο ομάδες.
Συνολικά, οι ερευνητές σημειώνουν ότι παρά τους περιορισμούς της έρευνας, όπως το μικρό δείγμα και την μη ποικιλομορφία του, η μελέτη θέτει τα θεμέλια για μεγαλύτερες κλινικές μελέτες που θα μπορούσα να πραγματοποιηθούν στο μέλλον.